- καρνοστάσιον
- καρνοστάσιον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) μάνδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + -στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. βου-στάσιον, εργο-στάσιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρνοστάσιον — ram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek